- κονή
- κονή, ἡ (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) φόνος2. κώνειο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κον- (πρβλ. παρακμ. κέ-κον-α, τού καίνω «φονεύω») + κατάλ. -ή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοναί — κονή murder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονᾶν — κονή murder fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονήν — κονή murder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονῇ — διᾱκονῇ , διακονέω minister pres subj mp 2nd sg διᾱκονῇ , διακονέω minister pres ind mp 2nd sg διᾱκονῇ , διακονέω minister pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιακονῇ — σύν , διά ἀκονάω sharpen pres subj mp 2nd sg (doric) σύν , διά ἀκονάω sharpen pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) σύν , διά ἀκονάω sharpen pres subj act 3rd sg (doric) σύν , διά ἀκονάω sharpen pres ind act 3rd sg (doric aeolic) σύν , διά ἀκονάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόνη — whetstone fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱κόνη , ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκονάω sharpen pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱κόνη , ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀκονάω sharpen pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκονος — εὔκονος, ον (Α) (ενν. άρτος) άρτος κατασκευασμένος από πίτουρα («τὸν πιτυρίτην ἄρτον, ὅν εὔκονον ὀνομάζουσι», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κονος αμφίβολης προελεύσεως. Η σύνδεση με το κονή «φόνος» (< καίνω «σκοτώνω») δεν ευσταθεί σημασιολογικώς … Dictionary of Greek
καίνω — (Α) φονεύω, σφάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, το ρ. καίνω σχηματίστηκε υποχωρητικά και κατ απόσπασιν από το απρμφ. αορ. κατα κανεῑν, το οποίο προέκυψε ανομοιωματικά από το απρμφ. αορ. κατα κτανεῑν του ρ. κατακτείνω. Δεδομένης όμως τής παλαιότητας… … Dictionary of Greek
τρικόνητος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ πολλάκις ἀπολέσθαι ἄξιος καὶ καταχωσθῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κονῶ (< κονή «φόνος»), πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἐπι κονίω ή ἐπικονῶ] … Dictionary of Greek